- άλμευση
- [-ις (-εως)] η соление, засолка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άλμευση — η (Α ἅλμευσις) [αλμεύω] η συντήρηση τροφίμων μέσα σε άλμη ή με την προσθήκη αλατιού, αλάτισμα, πάστωμα … Dictionary of Greek